- μολύβδινος
- η , ο[ν] свинцовый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μολύβδινος — leaden masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύβδινος — η, ο (ΑΜ μολύβδινος, ίνη, ον, Α και μολίβδινος και μολύβινος, ίνη, ον, Μ και μολίβινος, ίνη, ον) [μόλυβδος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή συνίσταται από μόλυβδο, μολυβένιος, μολυβωτός («μολύβδινον ὑποδημάτιον», Ιππκρ.) νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek
μολύβδινος — η, ο ο μολυβένιος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μολυβδίνων — μολύβδινος leaden fem gen pl μολύβδινος leaden masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύβδινον — μολύβδινος leaden masc acc sg μολύβδινος leaden neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίναις — μολύβδινος leaden fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίνη — μολύβδινος leaden fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίνην — μολύβδινος leaden fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίνης — μολύβδινος leaden fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίνοις — μολύβδινος leaden masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδίνου — μολύβδινος leaden masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)